- ευμετάβλητος
- -η, -ο (ΑΜ εὐμετάβλητος, -ον)1. αυτός που μεταβάλλεται ή αλλοιώνεται εύκολα, μεταβλητός, ασταθής2. το ουδ. ως ουσ. το ευμετάβλητο(ν)η ευμεταβλησία (α. «το ευμετάβλητο τού χαρακτήρα» β. «τῆς τύχης τὸ εὐμετάβλητον», Αίσωπ.)αρχ.(για τροφή) εύπεπτος, ευκολοχώνευτος.επίρρ...ευμεταβλήτως (ΑΜ εὐμεταβλήτως)με τρόπο που μεταβάλλεται εύκολα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + μετα-βλητός (< μεταβάλλω)].
Dictionary of Greek. 2013.